ἐπίδειγμα

ἐπίδειγμα
ἐπίδειγμα, ατος, τό,
A pattern, example, X.Smp.6.6, PTeb.25.18 (ii B.C.);

σοφίας πλείστης Pl.Hp.Mi.368c

;

προνοίας Gal.UP15.4

.
2. display,

ἐ. ἐπιδεικνύναι X.Cyr.8.2.15

; τὰ τῶν πλουσίων ἐ. show-pieces, gauds, Demetr.Eloc.108.
II. memorial, χειμῶνος μεγάλου Epigr. ap.Str.2.1.16.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επίδειγμα — ἐπίδειγμα, τὸ (Α) [επιδεικνύω] 1. υπόδειγμα, πρότυπο («σοφίας πλείστης ἐπίδειγμα», Πλάτ.) 2. αξιόλογο, χαρακτηριστικό μάθημα («καλὸν δ’ ἐπίδειγμα καὶ τοῦτο λέγεται κῦρος ἐπιδεῖξαι Κροίσῳ», Ξεν.) 3. σημάδι («ἣν [ὑδρίαν] οὐχ ὡς ἀνάθημα Θεοῡ καλόν,… …   Dictionary of Greek

  • ἐπίδειγμα — pattern neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδειγμάτων — ἐπίδειγμα pattern neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδείγμασιν — ἐπίδειγμα pattern neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδείγματα — ἐπίδειγμα pattern neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”